-
1 ὅμαδος
ὅμαδος, ὁ (ὁμός), Lärm, Getöse, welches eine große Menschenmenge durch verworrenes Durcheinanderreden hervorbringt; τῶν δὲ τάχ' ἀμφὶ πύλας ὅμαδος καὶ δοῦπος ὀρώρει, Il. 9, 573, vgl. 23, 234 Od. 10, 556; συρίγγων τ' ἐνοπὴν ὅμαδόν τ' ἀνϑρώπων, 10, 13; ὅμαδος ἀλίαστος ἐτύχϑη, 12, 471; auch vom Sturmeshrausen, 13, 797. – Uebertr. die Menschenmenge selbst, ὁ μὲν μετὰ λαὸν Ἀχαιῶν ἤϊ', ὁ δ' εἰς Τρώων ὅμαδον κίε, Il. 7, 307, die lärmende Kriegerschaar; ἐνὶ πρώτῳ ὁμάδῳ Τρώεσσι μάχεσϑαι, 17, 380, vgl. 15, 689; – Kampfeslärm ist es Hes. Sc. 155. 147, wie Pind. sagt χάλκεον στονόεντ' ἀμφέπειν ὅμαδον, I. 7, 25; aber Χαρίτων ὁμάδῳ φλέγεν, N. 6, 39, vom Gesange; ὅμαδον ἔκλυον ἄλυρον, Eur. Hel. 185; die Menge übh., βίβλων ὅμαδον παρέχονται Μουσαίου, Plat. Rep. II, 364 e.
См. также в других словарях:
όμαδος — ὅμαδος, ὁ (Α) 1. θόρυβος, βοή που προκαλείται από μεγάλο πλήθος ανθρώπων οι οποίοι έχουν συγκεντρωθεί σε έναν χώρο και μιλούν όλοι μαζί, σε αντιδιαστολή με τον ήχο που παράγεται από το βάδισμα ατόμων, οχλαγωγία 2. εύθυμο άσμα που ψάλλεται από… … Dictionary of Greek